- παρθενοκαρπία
- Σχηματισμός καρπών με κανονική εξέλιξη και ανάπτυξη, χωρίς να έχει μεσολαβήσει γονιμοποίηση για να προκαλέσει την ανάπτυξη των γειτονικών βοηθητικών ιστών της ωοθήκης και του ωαρίου. Η π. μπορεί να συμβεί στη φύση εξαιτίας στείρωσης της γύρης, εξαιτίας διακοπής της ανάπτυξης της γονιμοποιημένης ωοθήκης ή εξαιτίας άλλων αιτίων, όπως τραύματα, παγετοί κ.ά.
Πολύ συχνή είναι η τεχνητή εφαρμογή της π. σε καλλιεργούμενα φυτά και ειδικότερα στα οπωρόδεντρα, όπου ο σχηματισμός των καρπών γίνεται με την επίδραση ορμονών (ορμόνες καρπογονίας).
Οι παρθενοκαρπικοί καρποί στερούνται κυρίως σπερμάτων (απύρηνοι ή άσπερμοι ή αγίγαρτοι) ή φέρουν μόνο τα περιβλήματα των σπερμάτων. Από άποψη γεύσης, αρώματος και εμφάνισης χαρακτηρίζονται ως εξαιρετικές ποικιλίες (σταφύλια αγίγαρτα, όπως η σουλτανίνα, άσπερμα λεμόνια ή πορτοκάλια, όπως τα μέρλιν, άσπερμοι λωτοί, πρόσφατες ποικιλίες πρώιμης ντομάτας).
* * *ηβοτ. η ανάπτυξη ενός καρπού χωρίς γονιμοποίηση.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. parthenocarpy (< παρθένος + -καρπία < καρπός)].
Dictionary of Greek. 2013.